Μετά από απουσία ενός έτους, ο κλασικός Μαραθώνιος της Αθήνας επέστρεψε και με αρκετά βαριά καρδιά, έκατσα να τον παρακολουθήσω.
Καταρχάς αν θέλατε να με τιμήσετε, ας τον βγάζατε Φειδιπίδδειο, εγώ έτρεξα, όχι ο Μαραθώνας. Τέλος πάντων, δυστυχώς, για ακόμη μια χρονιά, παππούδες, πενηντάρηδες με κοιλίτσα, τύποι ντυμένοι με στολές και ινφλουένσερς τερμάτισαν και όχι μόνο δεν πέθαναν, αλλά ούτε καν λιποθύμησαν.
Τόσα χρόνια μετά, εντάξει, τα καταφέρατε, έχω αρχίσει να πείθομαι πως τελικά ήμουν λιγάκι φλώρος, κάπως λαπάς. Δηλαδή εντάξει να πάθω καμία θλάση, κανένα τράβηγμα, κάποιον άλλο τραυματισμό, αλλά εγώ πήγα και πέθανα και δεν μπορείτε να με αφήσετε στην ησυχία μου. Εκεί, να μου το τρίψετε στη μούρη, με στόριζ, ποστς και αφιερώσεις.
ΟΚ, είστε πιο σκληροί από μένα, τι θέλετε τώρα; Στην εποχή μου δεν είχαμε καν αθλητικά παπούτσια και μπάρες δημητριακών. Να με παρατήσετε, μέχρι του χρόνου, εκτός αν αυτός ο ευλογημένος ο κορονοϊός ακυρώσει πάλι καμιά διοργάνωση και γλιτώσουμε. Ουστ.
Το Ήταν να μη γίνει η αρχή: Η δεκαετία 2011-2020 από το Κουλούρι κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Αίολος.
Απόψεις
Στην Ελλάδα που ο νοικοκύρης κοιμόταν με τα παράθυρα ανοιχτά, είχε εμπιστοσύνη στην ασφάλεια και στους θεσμούς και φρόντιζε να καταδώσει όποιον δεν συμφωνούσε. Στην Ελλάδα που είχε δρόμους, είχε αρχές και είχε τη φλόγα του φοίνικα.